Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

My savior

  Καρφώνω το βλέμμα μου έξω απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου και σε βλέπω. Δεν είσαι εκεί, αλλά σε βλέπω. Μπορεί και να είσαι όμως, μα όλα μια ψευδαίσθηση είναι άλλωστε. Περπατάς και μου γελάς και κάτι μου ψιθυρίζεις, μα δε μπορώ να σ'ακούσω, το τζάμι είναι κλειστό και καρφώνομαι πάνω στα χείλια σου που δε διακρίνω με ευκολία γιατί το τζάμι από μέσα είναι πλέον θαμπό και γεμάτο σταγόνες, σταλμένες σύνθετες λέξεις και κραυγές απ' τα σύννεφα που δακρύζουν γιατί πονάνε. Έχει ήλιο ακόμα. Ξαφνικά σταματάς να αφήνεις ίχνη και αρχίζεις να πετάς και με κοιτάζεις καθώς φεύγεις σαν να με καλείς να πετάξω κι εγώ μαζί σου, μα εγώ περπάτησα αρκετά σ'αυτή τη ζωή ώστε να ξεχάσω να πετάω στην τελική και δεν μπορώ να σ'ακολουθήσω μέχρι ψηλά, συγχώρεσε τα γέρικα φτερά μου που έχασαν τις αντοχές τους και ξεθώριασαν κι έγιναν διάφανα. Κι έπειτα μια γνωστή μελωδία να χαϊδεύει τ'αυτιά μου.
"Rain, rain, please, stay.. Rain, rain, don't go away, the sun can come back another day.."

 
Ξαφνικά η βροχή και οι κραυγές έπαψαν. Το τζάμι, λες και ήταν καινούριο, καθαρό χωρίς ατέλειες-αυτές πάντα ήταν για 'μένα. Εσύ έχεις εξαφανιστεί, νομίζω, δεν είμαι σίγουρη, οπότε αρχίζω με το μυαλό μου και τη φαντασία μου να σε πλάθω γύρω μου, μπροστά μου, στο πλάι μου, πιο πέρα, παντού, είσαι παντού και νιώθω ασφάλεια και ανασφάλεια ταυτοχρόνως. Υπάρχεις, εντάξει; 

 
Was I loved enough
to believe in us?
Silhouettes
Dancing Ghosts

As that goes through my mind
Falling far behind
I knew it would end this way
but I chose it anyway..

  Τώρα που υπάρχεις, μπορείς να μου ζητήσεις ό,τι θες. Φυλάσσεις τα φτερά σου στις πολύτιμες γαλάζιες θήκες σου-πάντα μ'άρεσε το γαλάζιο πάνω σου-και αφήνεις πάλι τα ίχνη σου να με πλησιάζουν. Περπατάς, λοιπόν, και μου ψιθυρίζεις "έλα". Μπορείς να μου ζητήσεις οτιδήποτε θέλεις εσύ, από ένα ηλιοβασίλεμα όλο δικό σου, μόνο για 'σένα, μέχρι ένα μικρό χαλασμένο παιχνίδι, πεταμένο και ξεφτισμένο. Όλα θα στα 'δινα αυτή τη στιγμή. "Έλα", συνεχίζεις. 
  Ξαφνικά, εκατοντάδες χέρια απλώθηκαν με μεγάλη ταχύτητα σ'ολόκληρο το τζάμι του αυτοκινήτου και προσπαθούσαν να με αρπάξουν με τη βία, δε λογάριαζαν και τίποτα. Πάλευαν κάμποση ώρα να διαπεράσουν το τζάμι και να καλύψουν κάθε σπιθαμή του κορμιού μου με τα γαμψά τους νύχια, να με τραβήξουν προς τα κάτω, πολύ κάτω, να με σύρουν, να με πνίξουν. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή και είχαν ήδη εξαφανιστεί, αυτό ήταν το σόου τους. 
  Και είσαι πάλι εκεί. Και μου χαμογελάς, το χαμόγελό σου είναι σαν γλυκό μέλι χυμένο πάνω στις ανοιχτές πληγές μου. Και σ'έχω ανάγκη.
  Και πάλι,το όνειρο έγινε δρόμος και δέντρα και μεγάλα κτίρια με ταμπέλες και φώτα-προβολείς να τυφλώνουν τα μάτια μου και να ματώνω. Στο τζάμι εμφανίστηκαν δαχτυλιές που σχημάτισαν φάτσες, γκριμάτσες γελοίες, αστείες σαν ζωγραφιά ενός παλιάτσου, ειρωνικές, με χλευάζουν, δεν τις αντέχω, απλώνω το χέρι μου και προσπαθώ να τις σβήσω μα δε μπορώ γιατί το τζάμι είναι κλειστό και δε μπορώ ν' απλώσω το χέρι μου απ'έξω.  
  Κι εκεί που μοχθώ να τις αφανίσω, εκείνες άρχισαν να παίζουν ξανά παιχνίδια μαζί μου, αλλάζουν μορφή, φάτσες εξαγριωμένες κι άλλες φοβισμένες, πόλεμος, πόνος, απόγνωση, σιωπή σαν κρότος, σε θέλω, σώσε με, πονάω και πάλι φωνές και γέλια και σειρήνες που μου πληγώνουν τα αυτιά και πλημμυρίζουν και καίγονται κι ο ήχος τους με σκοτώνει, μ'αφήνει κενή και σε θέλω ξανά απ' την αρχή, όπως σε ήθελα τότε, όπως εκεί ψηλά, όπως με ήθελες κι εσύ.

It's just a simple line
I can still hear it all of the time
If I can just hold on tonight
I know that nothing
Nothing survives..
Nothing survives..
I think I'm turned around
I'm looking up
not looking down
And when I'm standing still
watching you run
watching you fall
fall into me...

  Τα φώτα. Οι προβολείς που φωτίζουν το φεγγάρι με τ'αστέρια  που δίνουν παράσταση απόψε και παίρνουν τη μορφή σου για άλλη μια φορά κι εγώ χειροκροτώ πριν καν φανείς στη σκηνή του θεάτρου της επίσημης αυτής νύχτας που φόρεσε τ'άστρα για διαμάντια και στα χάρισε για μάτια, να τα κοιτάω να γυαλίζουν, να γυαλίζω κι εγώ και να ξεψυχάω κάθε βράδυ στον κήπο σου και να ανθίζω κάθε πρωί σαν λουλουδένιος ήλιος ως το μπαλκόνι σου.
  Τα πέταλα δεν τα αντέχω πια. Η σέλα άρχισε να γίνεται πολύ βαριά. Πέτα μακριά τα χαλινάρια μου και κρατήσου απ' τη χαίτη μου, θ'ακολουθώ τις σκέψεις σου και θα φτάσουμε. Εξημέρωσέ με στα δικά σου βήματα, μείνε μαζί μου λίγο ακόμα.
 
  Και πάλι δρόμος και δέντρα και μεγάλα κτίρια με ταμπέλες, δε νύχτωσε ποτέ, το τζάμι καθαρό και εγώ να σε μισώ περισσότερο από πριν σε γνωρίσω που ήσουν ένας ακόμα άγνωστος αδιάφορος χαμένος χαρούμενος περαστικός, μακρινός ξάδερφος της τρέλας και του ονείρου.

- Καλημέρα. Τι κάνεις; -παλίρροιο κύμα δακρυσμένων χαμόγελων και χαμένων αστείων, ανέκδοτα καταδικασμένα  και καταπιεσμένες μέρες με βάρδιες του ήλιου κι άσπρα σύννεφα σαν στρώματα αγγέλων που απλώθηκαν στον ουρανό καθρέφτη της θάλασσας, μαύρες σταγόνες γαλάζιας δικής σου βροχής.
- Καλημέρα και σε εσένα. Καλά είμαι, εσύ;

  1.   If i were to stay here between us 

  1. I might forget where Ι'm bound

  1. So Ι can't stay in between us

  1. I guess Ι'll walk away

  1. And here to read the future

  1. but forced to breathe out the past

  1. And too many conversations.. 

  1. To uncover what was purposefully lost 

  1. and we all looked so desparate 

  1. showing the guidance that we lack

  1. And we used to be so wistful

  1. I guess we feel it's safer holding back

  1. If I were to stay here between us 

  1. I might forget where I'm bound

  1. So i can't stay in between us

  1. I guess I'll walk away

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Sunshine's blue, like me.. and yellow, like you..

    Συνήθισα να είμαι εκείνη που ευχαριστιέται ελάχιστα το καλοκαίρι γιατί περιμένει το φθινόπωρο να φτάσει και να καλύψει τα λακκάκια απ' το πρόσωπό της. Μ'αρέσει το φθινόπωρο, με μελαγχολεί και νιώθω αληθινή.
  Παρ'όλα αυτά, αυτή η καλοκαιρινή περίοδος με άλλαξε, κάπως - όπως όλες, άλλωστε. Νιώθω πως το καλοκαίρι για 'μένα τώρα αρχίζει. Ακούω το θλιμμένο ήχο της παγωμένης θάλασσας και τα ουρλιαχτά της, με φωνάζει να την αγγίξω, μιας και δεν της έδωσα και ιδιαίτερη σημασία εκείνους τους τρεις ηλιόλουστους μήνες που άφησα πίσω μου, μαζί με τις αναμνήσεις που πήραν μαζί τους και κουβαλάνε τώρα.
  Είναι η εποχή μου. Κάποιοι με λένε χειμώνα, κάποιοι καλοκαίρι. Αυτοί δεν ξέρουν τι λένε, δεν ξέρουν τίποτα. Υπάρχουν και κάποιοι που με λένε άνοιξη, εκείνοι ίσως κάτι ξέρουν, αρκετά. Η άνοιξη μου θυμίζει το φθινόπωρο. Όμως η άνοιξη προοικονομεί την άφιξη του καλοκαιριού, το ξεκίνημα του γέλιου, του παιχνιδιού, του ηλιόλουστου και ξέγνοιαστου έρωτα και της γλυκιάς αίσθησης της ελευθερίας. 
  Το φθινόπωρο είναι η εποχή μου. Είναι μια αδικημένη εποχή. Για κακή της τύχη, οι περισσότεροι τη μισούν. Στην αρχή την επιθυμούν, έτσι, για την αλλαγή κι έπειτα τη μισούν και την πληγώνουν. Βέβαια, είναι η εποχή που φέρει το ξεκίνημα του σχολείου, της εργασίας και γενικά των υποχρεώσεων και πολλών ευθυνών. Τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχουν και κάποιοι που την κατηγορούν, επίσης.
  Πώς να κατηγορήσω το φθινόπωρο; Θα 'ναι σαν να κατηγορώ τον εαυτό μου. Ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα, άλλοτε παίρνει τη μορφή του ενός κι άλλοτε του άλλου. Ξέρει πόσο πολύ οι περισσότεροι άνθρωποι λατρεύουν το καλοκαίρι, τα ανθισμένα λουλούδια και δέντρα, τον καταγάλανο καθαρό ουρανό, τα ελαφριά ρούχα και τα βαριά χαμόγελα που φορούν. 
  Όμως, δε θ' αντέξει για πολύ να κρατηθεί. Ο χειμώνας το καλεί, το χρειάζεται. Δε θ' αντέξει. Τα λουλούδια που 'χαν ανθίσει, τώρα θα μαραθούν, θα αποχαιρετήσουν την ομορφιά τους που τα έκανε τόσο επιθυμητά και θα αποκοιμηθούν μέχρι την επόμενη πρώτη ηλιοφάνεια. Τα φύλλα των δέντρων που γέρασαν, θα αφεθούν στο πέρασμα του χρόνου και θα αφήσουν τον άνεμο να τα παρασύρει και να τα οδηγήσει στο επόμενο ταξίδι τους. Ο ουρανός, θα μελαγχολήσει κι εκείνος και θα σκοτεινιάζει πού και πού, μέχρι να μείνει σκοτεινός για αρκετές μέρες και εβδομάδες. Θα ουρλιάζει και θα κλαίει, σαν μικρό παιδάκι που δεν θέλει να αποχωριστεί τη χαρά που του προσέφερε το πρώτο του παγωτό για εκείνη τη χρονιά.
  Εμένα μου αρέσει το φθινόπωρο. Είναι αληθινό. Είναι αδικημένο. Και κακότυχο, αλλά το αγαπάω. Μου φέρνει όμορφες εικόνες στο μυαλό, ήσυχες, γλυκές, ασπρόμαυρες. Μ' αρέσουν οι ασπρόμαυρες εικόνες. Δείχνουν τα πρόσωπα όπως είναι στην πραγματικότητα, χωρίς το χρώμα του κόσμου γύρω τους να δίνει την ψευδαίσθηση πως όλα αυτά τα χαμόγελα στις φωτογραφίες είναι αληθινά. 
  Έφτασε, λοιπόν, το φθινόπωρο. Και όλα τα βλέπω πιο θετικά, πιο αισιόδοξα, γιατί είναι αληθινά, όπως και να 'ναι. Θα φταίει που υπάρχεις κι εσύ και με κάνεις να χαμογελάω πού και πού, αληθινά. 
  Είμαι χαρούμενη.


       

You said don't let love break you down
Well, just show me how and let me never be broken

Tomorrow a new point of view
These white lights will bend to make me blue
Now this can all look new to you

.. and sorrow looks beautiful. 

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Turning roses to dust

  Έχω πληγωθεί τόσες φορές που πλέον το μόνο που έψαχνα ήταν ένα άτομο να πληγώσω εσκεμένα, να γνωρίσω αυτό το συναίσθημα που, αφού τείνουν να το κάνουν όλοι συχνά, λογικά θα ήταν ευχάριστο και θα με ικανοποιούσε. Κάτι σαν εκδίκηση απ' όσους δεν έφταιξαν μα θα μπορούσαν να φταίνε.
 
  Και ποια είμαι εγώ που θα κρίνω ποιοι αξίζουν να πληγωθούν και ποιοι όχι; Καμία. Απλώς αυτό ήθελα να κάνω, μια φορά κι εγώ. Και τα κατάφερα.

  Μου έμαθες να ζω με μια ξεχωριστή νοοτροπία. Μου έδειξες πολλά απ' τον εσωτερικό σου κόσμο. Μου μίλησες για 'σένα, με άφησες να σε μάθω. Με είδες, με άκουσες, με κατάλαβες, με βρήκες. Όλες οι στιγμές μαζί σου ήταν υπέροχες και ξεχωριστές, αλλά εγώ είχα άλλα σχέδια για εμάς, υποθέτω. Κι όταν αρχίζω να νιώθω μπερδεμένη, όλα παίρνουν μια αντίθετη φορά, μια άλλη κατεύθυνση.
  Είναι σαν να μη θυμάμαι εκείνα που ήμουν, εκείνα που ήθελα κι εκείνα που ένιωθα στην αρχή. Σαν να σβήνουν και να μένουν μόνο τα ερχόμενα. Αυτά που με κυριεύουν, αφού αφήσω την εσωτερική μου κατάρα να βγει λίγο προς τα έξω, ν'ανασάνει. Δεν ανασαίνει μόνο, μου αφήνει και στοιχεία της στην επιφάνειά μου και μετά τρέχει και βυθίζεται ξανά στο βυθό μου και με αφήνει να παγώνω και να μην ξέρω τι να σκεφτώ, πού είμαι, ποια είμαι.
  Ένιωθα τόσο μίσος, ενώ δεν υπήρχε. Ένιωθα τόσο αδιάφορη, ενώ δεν ήμουν. Ένιωθα σίγουρη, ενώ δεν είχα ιδέα τι έλεγα. Προσποίηση στην προσποίηση, τι ειρωνεία. Λες και πίστευα πως ήξερα ποιος είναι ο εαυτός μου και, αφού προσποιούμουν και έπαιζα το ρόλο του παλιάτσου που έμαθα να υποδύομαι, έπειτα παρίστανα ξανά τον εαυτό μου, έτσι όπως πίστευα πως ήταν. Θέατρο, υπερπαραγωγή.
  Δεν περίμενα πως θα πληγωνόμουν κι εγώ μαζί σου. Δεν περίμενα πως θα πονούσα, ίσως περισσότερο από εσένα. Και δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως αυτό το συναίσθημα θα ξυπνούσε κι άλλα, παρόμοια. Ω ναι, τελικά είχα πληγώσει κι άλλους ανθρώπους, αρκετές φορές. Και πονάει περισσότερο όταν πληγώνεις αυτούς που αγαπάς, παρά όταν σε πληγώνουν εκείνοι, τελικά.
  Πάνω απ' όλα, δεν περίμενα πως θα σε συγχωρούσα τόσο εύκολα, τόσο απλά, για όλα όσα είχαν συμβεί και για όσα ακολούθησαν ή θα ακολουθήσουν. Χωρίς καν να το σκεφτώ. Σε έχω συγχωρέσει για τα πάντα, τον εαυτό μου όμως, δεν ξέρω αν μπορώ.
  Ίσως με συγχωρέσω, αν με συγχωρέσεις κι εσύ για όσα έκανα, γιατί έκανα πολλά.

  Αν και, ξέρεις κάτι.. Μου άρεσε. Ήταν κάτι διαφορετικό και σκοτεινό. Μ'αρέσει να νιώθω σκοτεινά συναισθήματα. Μ'άρεσε που στα έκανα όλα αυτά, μ'άρεσε που σε έκανα να νιώσεις έτσι. Έτσι νιώθω κάθε φορά που πληγώνω κάποιον κι έπειτα το μετανιώνω και τα παίρνω με τον εαυτό μου, μα, έχω δύο εαυτούς και πρέπει με κάποιο τρόπο να τους ικανοποιήσω εξίσου.

  I want someone to hurt like the way
I hurt,
It's sick, but it makes me feel
better.
Sometimes I can't hide
the demons that I face
Sometimes don't deny
I'm sometimes sinner, sometimes saint.
Sometimes I don't wanna be
better
Sometimes I can't be put back
together
Sometimes I find it hard to
believe
there's someone else who
could be
just as messed up as me.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

You said you would never forget those images

  Αλλαγές. Με περικύκλωσαν. Με έχουν στριμώξει σε μια κρύα γωνιά ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου και περιμένουν. Τι περιμένουν; Δε θέλω να αλλάξω κι εγώ, όχι τώρα. Δε θέλω να αλλάξω, όπως εσείς. Όπως άλλαξε το καλοκαίρι και έγινε φθινόπωρο. Όπως άλλαξε ο ήλιος και έγινε σύννεφα. Όπως άλλαξε το γέλιο σου και έγινε μαύροι κύκλοι στο πρόσωπό σου και στα μάτια της ψυχής σου. Όπως άλλαξες κι εσύ.
  Τρέχω, ξεφεύγω. Βρίσκω μια πόρτα, τη σπρώχνω, πέφτει και σπάει. Είμαι μέσα στο κτίριο πια, είναι άδειο. Κοιτάζω πίσω μου, με κυνηγάνε, δε με άφησαν, με κυνηγάνε. Είναι άδειο, σου λέω. Ούτε παράθυρα σε αυτόν τον όροφο, ούτε άλλες κολόνες ή επιπλέον τοίχοι. Μόνο αυτοί οι τέσσερις που το στηρίζουν. Μα ούτε και χρώμα, ένα γέρικο ξεφτισμένο σκούρο γκρι.
 
Προς τα πού να τρέξω; Βλέπω μια σκάλα. Την ανεβαίνω.

  Κάθε σκαλοπάτι και ένα πρόσωπο. Κάθε βήμα και χίλιες αναμνήσεις. Δεν αντέχω να ξαναζήσω όλες αυτές τις στιγμές απ' την αρχή, δεν αντέχω να τις ξαναβλέπω να γίνονται παρελθόν και αναμνήσεις, όμως πρέπει να ανέβω τα σκαλιά για να έχω μια ευκαιρία να ξεφύγω από τις Αλλαγές που με κυνηγάνε. Τι κάνω;
  Ανεβαίνω στο πρώτο σκαλί. Ανάθεμα. Φάτσες, γκριμάτσες, παράξενα γέλια, χρώματα. Παλιές πρώτες φιλίες, ξεχασμένες βόλτες, σκουριασμένα παιχνίδια, ξεφτισμένα ανέκδοτα, τα μισώ. Και οι Αλλαγές πάλι πίσω μου, τρέχουν και με φτάνουν, βουλιάζουν στο πρώτο σκαλί, το πνίγουν και πετάγονται στο δεύτερο.
  Δεύτερο σκαλί. Κι άλλες φάτσες, κι άλλα λόγια που ξέχασα, κι άλλα παραμύθια που διάβασα, κι άλλες ιστορίες που έβγαλα απ' το μυαλό μου για να δικαιολογήσω το ψεύτικο νεκρό χαμόγελό μου. Απογοήτευση, θλίψη, πόνος, εγκατάλειψη. Πάλι στριμώχτηκαν οι Αλλαγές εκεί ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα και τα ξεχασμένα γεγονότα που τα πέρασα για όνειρα παλιά.
  Τρίτο σκαλί, όχι, πρέπει να βιαστώ. Οι Αλλαγές αρχίζουν και τρέχουν τώρα, πετάγονται σαν παλιρροιακό κύμα και βυθίζουν ένα ένα τα επόμενα σκαλιά, η στάθμη ανεβαίνει κι εγώ πρέπει να βάλω τα δυνατά μου και να δράσω γρήγορα.
  Αρχίζω να τρέχω, πηδάω ψηλά στον αέρα και πάλι πέφτω, όπως συνέβαινε πάντα, μα η πτώση μου είναι επώδυνη μετά από τέτοιο σάλτο. Δεν πειράζει, έμεινα πολλή ώρα στον ουρανό κι αυτό μου φτάνει, κι ας προσγειώθηκα ανώμαλα στο έδαφος με τα καρφιά.
  Τέλειωσαν τα σκαλιά κι άλλη πόρτα μπροστά μου. Είναι ήδη ανοιχτή και το κύμα των Αλλαγών δεν έχει φτάσει ακόμη εκεί, ήμουν γρήγορη τελικά, ή αυτές ήταν αργές τότε. Βρέθηκα σε ένα άλλο όροφο, πανομοιότυπο με τον προηγούμενο, εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια. Ένα μικρό παραθυράκι στο τέλος του τεράστιου διαδρόμου.
  Τρέχω. Τρέχω κι άλλο. Κι άλλο. Τρέχω μα μένω στάσιμη, το κύμα των Αλλαγών έγινε κινούμενη άμμος και μου τσάκισε το πόδι, με βυθίζει σιγά σιγά μέσα της, δε θα μπορώ να αντιδράσω σε λίγο. Το παράθυρο βρίσκεται μερικά μέτρα  μακριά μου και περιμένει εμένα να βγω απ' αυτό το στοιχειωμένο από αναμνήσεις κτίριο που το κυρίευσαν οι Αλλαγές που με κυνηγούν επίμονα τον τελευταίο καιρό.

  Και εκεί, έτσι, μου 'ρθε να ψυθιρίσω. "Νομίζετε πως θα υποκύψω; Νομίζετε πως θα με βυθίσετε μέσα σας; Ας γελάσω."
Κι ούτε που πρόλαβα να χαμογελάσω.