Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

You said you would never forget those images

  Αλλαγές. Με περικύκλωσαν. Με έχουν στριμώξει σε μια κρύα γωνιά ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου και περιμένουν. Τι περιμένουν; Δε θέλω να αλλάξω κι εγώ, όχι τώρα. Δε θέλω να αλλάξω, όπως εσείς. Όπως άλλαξε το καλοκαίρι και έγινε φθινόπωρο. Όπως άλλαξε ο ήλιος και έγινε σύννεφα. Όπως άλλαξε το γέλιο σου και έγινε μαύροι κύκλοι στο πρόσωπό σου και στα μάτια της ψυχής σου. Όπως άλλαξες κι εσύ.
  Τρέχω, ξεφεύγω. Βρίσκω μια πόρτα, τη σπρώχνω, πέφτει και σπάει. Είμαι μέσα στο κτίριο πια, είναι άδειο. Κοιτάζω πίσω μου, με κυνηγάνε, δε με άφησαν, με κυνηγάνε. Είναι άδειο, σου λέω. Ούτε παράθυρα σε αυτόν τον όροφο, ούτε άλλες κολόνες ή επιπλέον τοίχοι. Μόνο αυτοί οι τέσσερις που το στηρίζουν. Μα ούτε και χρώμα, ένα γέρικο ξεφτισμένο σκούρο γκρι.
 
Προς τα πού να τρέξω; Βλέπω μια σκάλα. Την ανεβαίνω.

  Κάθε σκαλοπάτι και ένα πρόσωπο. Κάθε βήμα και χίλιες αναμνήσεις. Δεν αντέχω να ξαναζήσω όλες αυτές τις στιγμές απ' την αρχή, δεν αντέχω να τις ξαναβλέπω να γίνονται παρελθόν και αναμνήσεις, όμως πρέπει να ανέβω τα σκαλιά για να έχω μια ευκαιρία να ξεφύγω από τις Αλλαγές που με κυνηγάνε. Τι κάνω;
  Ανεβαίνω στο πρώτο σκαλί. Ανάθεμα. Φάτσες, γκριμάτσες, παράξενα γέλια, χρώματα. Παλιές πρώτες φιλίες, ξεχασμένες βόλτες, σκουριασμένα παιχνίδια, ξεφτισμένα ανέκδοτα, τα μισώ. Και οι Αλλαγές πάλι πίσω μου, τρέχουν και με φτάνουν, βουλιάζουν στο πρώτο σκαλί, το πνίγουν και πετάγονται στο δεύτερο.
  Δεύτερο σκαλί. Κι άλλες φάτσες, κι άλλα λόγια που ξέχασα, κι άλλα παραμύθια που διάβασα, κι άλλες ιστορίες που έβγαλα απ' το μυαλό μου για να δικαιολογήσω το ψεύτικο νεκρό χαμόγελό μου. Απογοήτευση, θλίψη, πόνος, εγκατάλειψη. Πάλι στριμώχτηκαν οι Αλλαγές εκεί ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα και τα ξεχασμένα γεγονότα που τα πέρασα για όνειρα παλιά.
  Τρίτο σκαλί, όχι, πρέπει να βιαστώ. Οι Αλλαγές αρχίζουν και τρέχουν τώρα, πετάγονται σαν παλιρροιακό κύμα και βυθίζουν ένα ένα τα επόμενα σκαλιά, η στάθμη ανεβαίνει κι εγώ πρέπει να βάλω τα δυνατά μου και να δράσω γρήγορα.
  Αρχίζω να τρέχω, πηδάω ψηλά στον αέρα και πάλι πέφτω, όπως συνέβαινε πάντα, μα η πτώση μου είναι επώδυνη μετά από τέτοιο σάλτο. Δεν πειράζει, έμεινα πολλή ώρα στον ουρανό κι αυτό μου φτάνει, κι ας προσγειώθηκα ανώμαλα στο έδαφος με τα καρφιά.
  Τέλειωσαν τα σκαλιά κι άλλη πόρτα μπροστά μου. Είναι ήδη ανοιχτή και το κύμα των Αλλαγών δεν έχει φτάσει ακόμη εκεί, ήμουν γρήγορη τελικά, ή αυτές ήταν αργές τότε. Βρέθηκα σε ένα άλλο όροφο, πανομοιότυπο με τον προηγούμενο, εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια. Ένα μικρό παραθυράκι στο τέλος του τεράστιου διαδρόμου.
  Τρέχω. Τρέχω κι άλλο. Κι άλλο. Τρέχω μα μένω στάσιμη, το κύμα των Αλλαγών έγινε κινούμενη άμμος και μου τσάκισε το πόδι, με βυθίζει σιγά σιγά μέσα της, δε θα μπορώ να αντιδράσω σε λίγο. Το παράθυρο βρίσκεται μερικά μέτρα  μακριά μου και περιμένει εμένα να βγω απ' αυτό το στοιχειωμένο από αναμνήσεις κτίριο που το κυρίευσαν οι Αλλαγές που με κυνηγούν επίμονα τον τελευταίο καιρό.

  Και εκεί, έτσι, μου 'ρθε να ψυθιρίσω. "Νομίζετε πως θα υποκύψω; Νομίζετε πως θα με βυθίσετε μέσα σας; Ας γελάσω."
Κι ούτε που πρόλαβα να χαμογελάσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου